Όταν πέρασα από τη Ρόδο, πριν από λίγες ημέρες, είχα σχεδιάσει να ξαναβρώ έναν από τους τελευταίους μάστορες του Αιγαίου, τον μαστρο-Μιχάλη Χατζηνικολάου. Μεγάλος πια σε ηλικία, μου είχε διηγηθεί ολόκληρη τη ζωή του το 2015, σε μια συναρπαστική συνέντευξη. Οι ώρες παραμονής στο νησί ήταν ελάχιστες. Δεν πρόλαβα. Χθες, έφθασε το άγγελμα του θανάτου του. Φαντάστηκα πως ο μαστρο-Μιχάλης πρέπει να «ταξίδεψε» στον άλλο κόσμο πάνω σε ένα πέραμα, σαν εκείνα που έφτιαχνε 16 ετών στη Σύμη. Αμούστακο παλικαράκι μαθήτευσε κοντά στους παλιούς και πολύ γρήγορα κατάφερε να σκαρώνει μόνος του καΐκια. Γεννημένος το 1926 στο νησί, έχασε τον πατέρα του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αμέσως ανέλαβε χρέη οικογενειάρχη για τα επτά αδέλφια και τη μάνα του.
Ήταν ένας πολυμήχανος Οδυσσέας. Έγινε και ναυτικός, ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο. Γύρισε στη Ρόδο, παντρεύτηκε και άνοιξε έναν από τους πρώτους θερινούς κινηματογράφους, το «Τιτάνια». Όλες οι επιτυχίες του ελληνικού σινεμά προβλήθηκαν εκεί. Το 1964 αγόρασε ένα τουριστικό πλοιάριο και άνοιξε τη γραμμή Σύμη – Ρόδος. Ύστερα πήρε και ένα σιδερένιο καράβι από την Ιταλία και το έβαλε στην άγονη γραμμή.
Το 1980, οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά ούτε στον κινηματογράφο –λόγω της έλευσης του βίντεο– ούτε στα τουριστικά. Επέστρεψε στην πρώτη του τέχνη, αν και ήταν περίπου 60 ετών. Έκανε το δικό του καρνάγιο μέσα στο λιμάνι της Ρόδου. Με γνώση εμπειρική και πολύ μεράκι έφτιαξε ωραία σκαριά. Ο μεγαλύτερος καημός του ήταν να γίνει ένα μουσείο στη Ρόδο για την παραδοσιακή ναυπηγική: «Εγώ σε λίγο καιρό θα πεθάνω, αν δεν περάσω σε κάποιον αυτά που ξέρω θα πάνε χαμένες γνώσεις και τεχνικές αιώνων», έλεγε. Η άλλη μεγάλη στενοχώρια του ήταν το σπάσιμο των καϊκιών για να εισπράξουν οι ψαράδες τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.
«Να σου πω πώς νιώθω όταν έρχεται η μπουλντόζα και τα τσακίζει; Τρέχουν δάκρυα από τα μάτια μου», μου είχε πει. «Ξέρεις γιατί πονάω; Γιατί ξέρω πώς φτιάχνεται ένα σκαρί. Παίρνω ένα στραβόξυλο. Το πασπατεύω, το χαϊδεύω, το ξαναχαϊδεύω, το ακούω. Το φτιάχνω, ένα χρόνο, δύο χρόνια, κάθε μέρα. Είμαι εκεί δα πάνω συνεχώς. Και όταν είναι να φύγει από το καρνάγιο το καΐκι, αρρωσταίνω. Για μέρες δεν μιλάω σε άνθρωπο. Λέω από μέσα μου, “κάποιος μου παίρνει το παιδί μου, τη χαρά μου”. Οπως παντρεύεις το κοριτσάκι σου και σου το παίρνει κάποιος και εσύ σκέφτεσαι πώς το νανούριζες μωρό. Δεν φτιάχνεις πόρτες. Φτιάχνεις ένα πράγμα που μπαίνεις μέσα και του λες “πάρε με εδώ, πάρε με εκεί”. Και αυτό σε πάει. Αν δεν υπήρχαν οι καραβομαραγκοί, δεν θα υπήρχε η ανθρωπότης. Διότι αυτοί ενώνουν τους τόπους, όχι ο καπτα-Μιχάλης και ο καπτα-Γιάννης. Εμείς τους κάνουμε καραβοκύρηδες. Οι Έλληνες, με ένα κάμποτο πανί ραμμένο στο χέρι και περασμένο με ρετσινόλαδο, φτάσανε στην άλλη άκρη της Γης, χωρίς πυξίδα, μόνο με τον Θεό και ένα γερό ξύλινο σκαρί. Και είμαστε έτοιμοι να το ξεχάσουμε αυτό;».
Μαργαρίτα Πουρνάρα athinaika@kathimerini.gr