Στον καταλυτικό ρόλο που θα διαδραματίσει ο τουρισμός στην κατεύθυνση ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας αναφέρεται η Έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), σύμφωνα με την οποία, η ταχύτητα με την οποία θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την επιτάχυνση των εμβολιασμών όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
«Ο εμβολιασμός του πληθυσμού θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην προοπτική επίλυσης της υγειονομικής κρίσης και θα δώσει τη δυνατότητα επιστροφής στην κανονικότητα με άρση ταξιδιωτικών και άλλων περιορισμών, συμβάλλοντας έτσι στην ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης, κυρίως υπηρεσιών. Παράλληλα, θα επιτρέψει την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης και των εγχώριων επενδύσεων», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Μάλιστα, στον πρόλογό του, ο Διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, επισημαίνει: «Η πανδημία COVID-19 αποτέλεσε στη διάρκεια του 2020 το μεγαλύτερο εξωτερικό κίνδυνο για όλο τον πλανήτη, αφήνοντας βαρύ οικονομικό και κοινωνικό αποτύπωμα. Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, η πανδημία ανέκοψε την ανάκαμψή της και συνεχίζει να δοκιμάζει τις αντοχές της. Το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 8,2%, κυρίως λόγω της κάμψης των εξαγωγών υπηρεσιών και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η επίπτωση στους επιμέρους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας από την αναστολή λειτουργίας ή υπολειτουργία επιχειρήσεων είναι ασύμμετρη, με τον τουρισμό, τη φιλοξενία και την εστίαση, τον πολιτισμό και τις μεταφορές, καθώς και το λιανικό εμπόριο, να πλήττονται περισσότερο».
Γιάννης Ρέτσος: Πρωταγωνιστής ο τουρισμός
Την ίδια στιγμή, την πεποίθησή του ότι ο τουρισμός θα πρωταγωνιστήσει την επόμενη ημέρα εξέφρασε από το βήμα της 88ης Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της ΤτΕ, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΤτΕ, Γιάννης Ρέτσος.
«Ο τουρισμός φιλοδοξεί και σε αυτήν την κρίση να πρωταγωνιστήσει την επόμενη μέρα! Τα πεπραγμένα της προηγούμενης 10ετίας αποτελούν αδιαμφισβήτητα εχέγγυα», τόνισε, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ.
Ισχυροποίηση της θέσης της Ελλάδας στον τουρισμό
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ, η περαιτέρω βελτίωση του ελληνικού τουρισμού σε ποιοτικά χαρακτηριστικά και, κατ’ επέκταση, η βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της χώρας στον κλάδο αυτό, όπως και του εμπορικού της σήματος (brand name) στο εξωτερικό, θα βοηθήσουν τη χώρα να σταθεροποιήσει τη θέση της στη μεσογειακή αγορά, αλλά και θα συμβάλουν στην επίτευξη του στόχου για άνοιγμα σε νέες αγορές πέρα από τις παραδοσιακές.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται δε στις εναλλακτικές μορφές τουρισμού, οι οποίες με μικρότερο βαθμό εποχικότητας και μικρότερη σύνδεση με το προϊόν “ήλιος και θάλασσα’’ και το μαζικό τουρισμό θα μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στο μέλλον και να συνδράμουν στην αύξηση των αφίξεων, ειδικότερα ταξιδιωτών υψηλότερου εισοδηματικού επιπέδου.
«O τουρισμός μέχρι σήμερα διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, άμεσα και έμμεσα, στην αναπτυξιακή προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας, με θετικές προοπτικές. Ο εμβολιασμός του πληθυσμού κατά του COVID-19 θα προσφέρει σημαντική στήριξη στην προσπάθεια επιστροφής στην κανονικότητα, ακόμη και με κάποιες αλλαγές σε σχέση με τα προ της πανδημίας δεδομένα. Η τουριστική δραστηριότητα μπορεί να διατηρήσει τη θέση της στην ελληνική οικονομία, αλλά θα πρέπει να προσαρμοστεί σε συνθήκες αυξανόμενου ανταγωνισμού και σε διαφοροποιημένα κριτήρια επιλογής προορισμού από τους ταξιδιώτες, όπως αυτά διαμορφώνονται από την εμπειρία της πανδημίας (υγειονομική ασφάλεια και ποιοτικές υπηρεσίες)», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Η εικόνα του ελληνικού τουρισμού το 2020
Η Έκθεση αναφέρεται και στη δυναμική που κατάφερε να διατηρήσει ο ελληνικός τουρισμός, παρά την πανδημία. «Το 2020 οι περισσότεροι ταξιδιώτες προήλθαν από τις συνήθεις χώρες προέλευσης. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα διατήρησε τη θέση της στις προτιμήσεις των ταξιδιωτών, κυρίως αυτών που προέρχονται από την Ε.Ε., των οποίων η δυνατότητα πραγματοποίησης αυξημένης δαπάνης βελτιώνεται την τελευταία δεκαετία. Η περιφέρεια Αττικής κατέγραψε καλύτερη επίδοση (μικρότερη μείωση εισπράξεων και επισκέψεων) από τους νησιωτικούς προορισμούς, αυξάνοντας το μερίδιό της στο σύνολο της χώρας, γεγονός που αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην επιτυχία προσέλκυσης επισκεπτών στην αρχή του έτους. Έτσι, η ενίσχυση των αστικών προορισμών, όπως στην περίπτωση της Αθήνας, θα έχει θετική επίδραση στα μεγέθη του τουρισμού. Ο ανταγωνισμός που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στη Μεσόγειο είναι σημαντικός. Η θέση της όσον αφορά τον αριθμό των αφίξεων διατηρήθηκε, ενώ όσον αφορά τις εισπράξεις υποβιβάστηκε στη σχετική κατάταξη, παρότι τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να προσελκύει ταξιδιώτες με υψηλότερο εισόδημα που δαπανούν περισσότερο.
Προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει σημαντικά και η αξιοποίηση των διαθέσιμων έκτακτων πόρων οικονομικής στήριξης από την Ε.Ε., με σκοπό τη δημιουργία υποδομών κυκλικής οικονομίας και πράσινης ανάπτυξης με ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος, σύμφωνα και με τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες», επισημαίνεται στην Έκθεση.
Το μερίδιο του ελληνικού τουρισμού στη Μεσόγειο
Η Έκθεση αναφέρεται πιο επισταμένα στην αγορά της Μεσογείου, «η οποία αντιπροσωπεύει το 23% των αφίξεων του παγκόσμιου τουρισμού για το 2020, σημειώνοντας αύξηση του μεριδίου της στον αριθμό των αφίξεων κατά 2 ποσ. μον. σε σχέση με το 2019. Η δυναμική της περιοχής κατά το πρώτο δίμηνο του 2020, πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, ήταν σταθερή, αφού οι αφίξεις κατέγραψαν αύξηση του μεριδίου τους στο σύνολο παγκοσμίως κατά 1,9 ποσ. μον.
Οι θετικές προοπτικές και για την Ελλάδα, προ της πανδημίας, φαίνονται και από τις τάσεις στο πρώτο δίμηνο του 2020, κατά το οποίο η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση στην περιοχή μετά την Τουρκία, η οποία ενδεχομένως ενισχύθηκε και από την πτώση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας.
Μάλιστα, το πρώτο δίμηνο δεν ανήκει στους μήνες υψηλής τουριστικής κίνησης για την Ελλάδα, γεγονός που καταδεικνύει το αποτέλεσμα της προσπάθειας ανάπτυξης του τουρισμού πόλεων (city break).
Οι εξελίξεις κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες της πανδημίας δείχνουν ότι στο σύνολο του 2020 η Ελλάδα έχασε μερίδιο στην αγορά της Μεσογείου, παρά την πολύ καλή εικόνα όσον αφορά τη διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας, η οποία προσέφερε στην Ελλάδα την ευκαιρία να προβληθεί ως υγειονομικά ασφαλής προορισμός για τους εν δυνάμει ταξιδιώτες. Η κατάταξη της χώρας με βάση το μερίδιο των αφίξεων στο σύνολο της αγοράς δεν μεταβλήθηκε, ενώ χειροτέρευσε με βάση το μερίδιο στις εισπράξεις.
Οι περισσότερες χώρες έχασαν μερίδιο αγοράς, με την Ιταλία να εμφανίζεται ως ο πλέον ωφελημένος προορισμός, παρά τη δραματική εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα αυτή. Από τη σύγκριση των στοιχείων για το α΄ και το γ΄ τρίμηνο του 2020 φαίνεται ότι η Ιταλία το γ΄ τρίμηνο έχει μεγαλύτερο μερίδιο στις αφίξεις και στις εισπράξεις της αγοράς της Μεσογείου από ό,τι το α΄ τρίμηνο. Αυτό σημαίνει ότι η καλύτερη επίδοσή της οφείλεται στη μεγαλύτερη τουριστική περίοδο σε σχέση με την Ελλάδα, σε εναλλακτικές μορφές τουρισμού πέρα από το προϊόν «ήλιος και θάλασσα» και στη δυνατότητά της να καλύψει μεγαλύτερο εύρος προτιμήσεων ταξιδιωτών, ενδεχομένως περισσότερο απαιτητικών, οι οποίοι δύνανται να προβούν και στη σχετική υψηλότερη δαπάνη».
Ψηλά στις προτιμήσεις των ταξιδιωτών
Σύμφωνα με την Έκθεση, οι χώρες που αποτελούν κύριες αγορές προέλευσης ταξιδιωτών για την Ελλάδα κατέγραψαν σημαντικές απώλειες εισοδήματος (που κυμαίνονται από 3,4% στις ΗΠΑ έως 10% στο Ηνωμένο Βασίλειο).
Οι κυριότερες χώρες προέλευσης ταξιδιωτών στην Ελλάδα είναι η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ και η Ρωσία, που αντιπροσωπεύουν το 36% των αφίξεων και το 51% των σχετικών εισπράξεων στην Ελλάδα την πρόσφατη περίοδο 2016-2019. Το 2020 τα εν λόγω μερίδια των συγκεκριμένων χωρών αυξήθηκαν σε 48% και 60% αντίστοιχα, υποδηλώνοντας ότι η χώρα διατήρησε τη θέση της στις προτιμήσεις των ταξιδιωτών.
Παρατηρείται ότι η Γερμανία, ως χώρα προέλευσης ταξιδιωτών, αύξησε σημαντικά το μερίδιό της στις αφίξεις και ακόμη περισσότερο στη δαπάνη (εισπράξεις), ενώ το ίδιο παρατηρήθηκε σε μικρότερο βαθμό για το Ηνωμένο Βασίλειο και ορισμένες άλλες χώρες προέλευσης ταξιδιωτών. Αυτό σημαίνει ότι εκείνοι οι οποίοι ταξίδεψαν στην Ελλάδα το 2020 πραγματοποίησαν αυξημένη δαπάνη ανά ταξίδι σε σχέση με το 2019.
Συνολικά, η άνοδος της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι οφείλεται κυρίως στην αύξηση της μέσης διάρκειας παραμονής, που δικαιολογείται και από το γεγονός ότι μειώθηκε σημαντικά ο αριθμός ταξιδιωτών από κοντινές χώρες προέλευσης, όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία, οι οποίοι τα προηγούμενα έτη πραγματοποιούσαν πολλαπλά ταξίδια αυθημερόν. Επίσης, φαίνεται να έχει βελτιωθεί η δυνατότητα των κατοίκων των ευρωπαϊκών χωρών να πραγματοποιήσουν αυξημένη δαπάνη ανά ταξίδι.
Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία του γ΄ τριμήνου του 2020, οι ταξιδιώτες δαπάνησαν κατά 23% περισσότερο σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2019.
Πηγή tourismtoday.gr της Εύας Οικονομάκη