Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ – Εξαμηνία αποτύπωση οικονομικού κλίματος στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-49 άτομα προσωπικό οι οποίες αποτελούν το 99,6% των ελληνικών επιχειρήσεων)
Η εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, η οποία διενεργείται συστηματικά από τον Μάιο του 2009, αποτελεί την δεύτερη που διεξάγεται υπό τις πρωτοφανείς συνθήκες που έχει διαμορφώσει η υγειονομική κρίση.
Οι επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης, που στην οικονομία έχουν εκδηλωθεί με την μορφή της βαθιάς και απότομης ύφεσης, όπως είναι επόμενο, έχουν επηρεάσει αρνητικά την οικονομική κατάσταση των ΜμΕ. Αυτό άλλωστε αποτυπώθηκε και στην αντίστοιχη έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το Α εξάμηνο του 2020 όπου καταγράφηκε σοβαρή πτώση όλων των βασικών δεικτών που προσδιορίζουν την κατάσταση που βρίσκονται οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Τα ευρήματα της έρευνας για το Β εξάμηνο του 2020 καταδεικνύουν πως η κατάσταση παραμένει δυσμενής.
Ο γενικός δείκτης οικονομικού κλίματος το Β εξάμηνο του 2020 διατηρείται σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο καθώς διαμορφώνεται στις 20,1 μονάδες. Δεν έχει μεταβληθεί, δηλαδή, σε σχέση με το Α εξάμηνο του 2020.
Με μια πρώτη ανάγνωση της έρευνας φαίνεται πως η κατάσταση στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν έχει επιδεινωθεί περεταίρω, καθώς σε όλους σχεδόν τους επιμέρους δείκτες αποτίμησης καταγράφεται και μια μικρή υποχώρηση της επιδείνωσης.
Η προσεκτικότερη, ωστόσο, εξέταση των στοιχείων της έρευνας αναδεικνύει σοβαρές διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιχειρήσεων. Η πανδημική κρίση δεν επηρεάζει με την ίδια ένταση όλες τις επιχειρήσεις.
Ιδιαίτερα οι επιχειρήσεις που έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους με κρατική εντολή βρίσκονται σε εξαιρετικά δυσμενή θέση.
Στην έρευνα καταγράφεται μια μικρή αύξηση τόσο των επιχειρήσεων που επωφελούνται από την κρίση όσο και των επιχειρήσεων που έχουν καταφέρει να απορροφήσουν τις δυσμενείς της επιπτώσεις. Για την πλειοψηφία όμως των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων φαίνεται πως η κατάσταση έχει επιδεινωθεί περαιτέρω, ναρκοθετώντας τις προοπτικές τους για το μέλλον.
Είναι μάλιστα τόσο υψηλά τα ποσοστά των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν πολλαπλές δυσκολίες που φαίνεται πως πλέον και υγιείς μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας. Το παρατεταμένο διάστημα που διατηρείται το απαγορευτικό για τη λειτουργία μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που υπάρχει για τον χρόνο που τελικά θα απαιτηθεί για να επιστρέψουμε σε κάποιας μορφής κανονικότητα, φαίνεται πως επιβαρύνει εκθετικά την κατάσταση της πλειοψηφίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Δεν θα πρέπει, επίσης, να λησμονούμε ότι οι υφιστάμενες μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν περάσει μέσα από τη μέγγενη της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η εκδήλωση της πανδημίας αναδεικνύει πως τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις αυτές, τα οποία εντάθηκαν κατά την προηγούμενη δεκαετή οικονομική κρίση, έχουν αποδυναμώσει τις δυνατότητες τους να ανταπεξέλθουν στις επιπτώσεις της νέας υφεσιακής περιόδου. Τα ίδια κεφάλαια που διέθεταν, κυρίως για επενδύσεις μικρής κλίμακας, φαίνεται πως έχουν αναλωθεί για την απορρόφηση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης, παρά μάλιστα τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τη στήριξη τους.
Άλλωστε, ένα μεγάλο μέρος των μέτρων που έχουν ληφθεί για την στήριξη των επιχειρήσεων αφορούν άμεσες ή έμμεσες μορφές ενίσχυσης της ρευστότητας τους, που πάρα την πρόσκαιρη και σε αρκετές περιπτώσεις μη επαρκή ανακούφιση που προσφέρουν, αποτελούν υποχρεώσεις που συσσωρεύονται σε ένα μάλιστα περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας για το μέλλον.
Αυτό φαίνεται και από την σημαντική αύξηση που καταγράφεται στα ποσοστά των επιχειρήσεων που δηλώνουν πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις μελλοντικές τους υποχρεώσεις.