Θεωρούσα ήσσονος σημασίας την διαμάχη για τη σημερινή χρήση του προξενείου της Ελλάδος στα χρόνια της Ιταλικής κατοχής, και έτσι αχρείαστη η όποια δημόσια παρέμβαση μου. Έλα σου όμως που μια πρόσφατη δημοσίευση ξεχείλισε το ποτήρι αντοχής του θράσους κάποιων και μου ξύπνησε μνήμες αρκετά πρόσφατες.
Και επειδή αν αφήσεις ασχολίαστες τις όποιες πολιτικές κορώνες των ήδη τοποθετημένων από το λαό σε κάποιο χρονοντούλαπο, τους δίνεις θάρρος να προσπαθήσουν να επανέλθουν ως τιμητές ρισκάροντας να ξανά-λουστούμε τις πράξεις τους, θα ήθελα να τοποθετηθώ παραθέτοντας και θυμίζοντας τα παρακάτω:
Από τον κάθε «Αρτέμη Μάτσα» που ενάντια στη λαϊκή απαίτηση συνεργάστηκε με τους καρεκλοκένταυρους των Αθηνών για να μας φορτώσουν ένα κτίριο σαν τον υποσταθμό της ΔΕΗ στη νέα Μαρίνα, δεν θα πάρουμε μαθήματα αισθητικής και παρέμβασης στον κτιριολογικό ιστό και την οργάνωση της πόλης. Μας έδειξαν εμπράκτως την αισθητική και τον δημοκρατισμό τους. Ας κάτσουν ήρεμα στη γωνίτσα τους, μιας και ο λαός τους βρήκε λιποβαρείς λόγω των πεπραγμένων τους και αποφάνθηκε ότι «δεν δικαιούνται πλέον δια να ομιλούν».
Και εν πάση περιπτώσει, ο Μαυρογιαλουρος ήταν ένας έντιμος και φιλότιμος χαρακτήρας – εξ ου και ο τίτλος της ταινίας «Υπάρχει και φιλότιμο»- που όταν αντιλήφθηκε την ανεπάρκεια του, παραιτήθηκε. Τον χαρακτήρα που βλέπει στον καθρέφτη του ο κάθε «μαυρισμένος» από τον λαό επίδοξος ξανά-διεκδικητής σωτήρας μέσα από το κόμμα, είναι αυτός που ενσάρκωνε ο αείμνηστος Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και τον λένε Κρούεζα…
Και μιας που μπήκα στον κόπο, ας αναφερθώ και στο περί της χρήσης του κτιρίου προκύψαν «μέγιστο» θέμα. Κατ’ αρχήν ας είμαστε έντιμοι και ας κυριολεκτούμε. Η διαχειριστές των αποβλήτων, επιτελούν ύψιστο λειτούργημα που αφορά την πρόληψη της υγείας μας, όπως και οι Γιατροί για την αποκατάσταση της. Αυτοί που για τους δικούς τους λόγους θέλουν να μειώσουν τους πρώτους θεωρώντας τους μέρος των σκουπιδιών, μας δίνουν το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι θεωρούν τους Γιατρούς μέρος της αρρώστιας… Έλεος.
Το να δώσεις χρήση Μουσείου η «Πολιτιστικού Κέντρου» σε ένα κτίριο, είναι μια εύκολη «ανέξοδη» άποψη. Ποιος αλώστε θα αντιταχθεί στη δημιουργία μιας κοιτίδας πολιτισμού;
Έλα όμως που η λειτουργία του δεν είναι καθόλου ανέξοδη. Και επειδή «Δει δη χρημάτων για τα δέοντα ω άνδρες Ρόδιοι», και επειδή δεν είμαστε η Φλωρεντία των Μεδίκων (δηλαδή οταν οι Μέδικοι είχαν χρήματα και πλήρωναν) στο τέλος σίγουρα δεν θα φέρουμε μιάν άλλη «Αναγέννηση». Θα κλείσει και θα καταρρεύσει και το κτίριο και η Αίγλη του και θα καταντήσει άλλο ένα Εθνικό θέατρο…
Τα κτίρια είναι σύνθεση υλικών κατασκευών για την ικανοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών στο χώρο. Αυτά καθαυτά είναι άψυχα, αλλά σίγουρα διεγείρει θετικά ή αρνητικά τον ψυχισμό των ανθρώπων που στην δραστηριότητα τους είχαν κάποια σχέση με αυτά.
Η Caserma Reggina ήταν ένας μισητός στρατώνας για τους υπόδουλους Ροδίτες, όμως το ίδιο κτίριο είναι το σημερινό Πανεπιστήμιο Αιγαίου, αγαπητό στους απογόνους τους.
Στην προκείψασα αντιπαράθεση χρησιμοποιήθηκε έντονα αυτός ο συναισθηματικός φόρτος. Η δραστηριότητα των ανθρώπων στο κτίριο, πράγματι λειτούργησε ως ένας Φάρος στη πορεία προς τη λευτεριά, εκπέμποντας ελπίδα στους υπόδουλους. Που παρά το μικρό του μέγεθος, ως ένας Δαυίδ αντιστεκόταν στα παρακείμενα μισητά κτίρια Γολιάθ που ανήγειρε ο Ιταλός κατακτητής. Το Teatro Puccini, Il comando della Marina, La Casa del Fascio Il Palazzo del governo Il Palazzo delle Forze Armate La chiesa di San Giovanni και όλα τα άλλα κτίρια της οδού Foro Italico.
Απελευθερωθήκαμε. Και αντί σύμφωνα με τα παραπάνω συναισθήματα να τα κατεδαφίσουμε ως μισητά δημιουργήματα του κατακτητή, για να αναδειχθεί και να πάρει το κτίριο του Προξενείου της Ελλάδος την ανάσα που τόσα χρόνια του στερούσαν, τους αλλάξαμε τα ονόματα και στρογγυλοκαθίσαμε σε αυτά. Ιδιαίτερα το «Σπίτι του Φασισμού» (La Casa del Fascio) έγινε Δημαρχείο και βολεύτηκαν μια χαρά οι μετέπειτα Δήμαρχοι, πρόεδροι και μέλη των Δημοτικών συμβουλίων, χωρίς να δείχνουν να επηρεάζονται διόλου από την πρότερη απαίσια χρήση του.
Και για μένα πολύ καλά κάναμε…
Κλείνοντας θα αναφερθώ στην ουσία για τον προβληματισμό περί της πόλης.
Το κάθε κτίριο στην πόλη δεν είναι ένα «μοναχικό μικρό σπίτι στο λιβάδι». Είναι ένα μέρος ενός ζωντανού ιστού, με όλα τα κτίρια που την αποτελούν να έχουν τη σημασία τους. Ιδιαίτερη δε βαρύτητα έχουν τα δημόσια κτίρια όπως και οι δημόσιοι ανοιχτοί χώροι.
Η σχέση στη χρήση τους επιτυγχάνεται δια μέσου ρυθμιστικών σχεδίων. Και είναι απόλυτης προτεραιότητας η κάθε πόλη να έχει στόχευση λειτουργείας και ανάπτυξης, να βελτιώνεται συνεχώς, για να διαβιούν οι πολίτες της διαρκώς καλλίτερα. Και στο διάβα του χρόνου να αλλάζει στόχευση, γιατί ο κόσμος αλλάζει. Αυτή δε η αλλαγή πρέπει να είναι αποτέλεσμα ενός διαρκούς εποικοδομητικού δημόσιου διαλόγου, που σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με το είδος της προκείψασας αντιπαράθεσης. Είναι ένας διάλογος που δεν γίνεται εποικοδομητικά στη δική μας πόλη και αυτό το γεγονός μας πονάει πολύ σαν πολίτες. Πολύ περισσότερο αν έχουμε την ιδιότητα του Αρχιτέκτονα.
Σε αυτό το διάλογο στην ερώτηση «Που πάει η πόλη;», θα πρόεκυπτε εύκολα η απάντηση: Όπου την πάει ο αυτόματος πιλότος… Κατά καιρούς διορθώνεται η πορεία της μερικές μοίρες δεξιά η αριστερά, με γνώμονα το οικονομικό όφελος…
Σε αυτό το διάλογο θα προέκειπτε εύκολα η άποψη, ότι είναι ύψιστη ύβρης προς την πόλη η περίφραξη και η αποκοπή από τον ιστό της, του αρχαιολογικού πάρκου του Μόντε Σμιθ.
Η χυδαία υφαρπαγή ενός σημαντικού ελεύθερου δημόσιου πολιτιστικού χώρου, που η χυδαιότητα της μπορεί να συγκριθεί μόνον και ταιριαστά με την αισθητική των δυο εκδοτηρίων για την πληρωμή εισιτηρίου, κάθε φορά που ο κάθε Ροδίτης θα θέλει να συναντηθεί με την ιστορία του. Και βραχίονας της υφαρπαγής είναι κάποιοι «ευαίσθητοι», που συνυπογράφουν ως απαράδεκτη τη σημερινή χρήση του πρώην Ελληνικού Προξενείου…
Δεν είναι τυχαίο που σε αυτή την αντιπαράθεση δεν συμμετέχουν Αρχιτέκτονες.
Συμμετέχουν πολιτικοί που αντιπαρατίθενται και διάφοροι άλλοι άσχετοι…. Ξεφύγαμε λίγο από τους κάθε λογής Λοιμοξιολόγους και μας προέκυψαν κάθε λογής χωροτάκτες….
Νικόλαος Κουμνάκης
Αρχιτέκτονας και
Πολιτικός Μηχανικός