Ο δίσκος «Όσο κρατάει ένας καφές» μοιάζει σαν περίπου αποκηρυγμένος στη δισκογραφία του Θάνου Μικρούτσικου.
Με εξαίρεση το τραγούδι «Άρλεκιν» που ερμηνεύει ο ίδιος ο συνθέτης και το «Μια παλιά φωτογραφία» που συμπεριλήφθηκε στον δίσκο «Στου αιώνα την παράγκα» σε ερμηνεία Δημήτρη Μητροπάνου, ο υπόλοιπος δίσκος μπήκε σ’ ένα είδος ραδιοφωνικού και συναυλιακού εμπάργκο που – το μόνο σίγουρο – δεν ανταποκρίνεται στην αισθητική αξία του έργου.
Ένας λόγος ίσως είναι το γεγονός ότι ο συνθέτης ποτέ δεν ένιωσε «δικό του» και εντός κλίματος τον ερμηνευτή, τον Διονύση Θεοδόση. Μιλώντας για το υπόβαθρο της συνεργασίας τους, ο Μικρούτσικος έχει αναφέρει τα εξής: «Η απόφαση να συνεργαστώ μαζί με το Διονύση δεν ήταν δική μου και δεν ήταν δική μου για τον εξής και μόνο λόγο. Εγώ είχα κάνει τότε ένα δίσκο με τη Χαρούλα (Αλεξίου), το «Η αγάπη είναι ζάλη» (1986) κι ένα με το Βασίλη (Παπακωνσταντίνου), το «Όλα από χέρι καμένα» (1988). Και, γενικά, κινιόμουνα σε κείμενα που απαιτούσαν μια άλλη αντιμετώπιση από τον τραγουδιστή. Ο Θεοδόσης – τον είχα ακούσει – ήταν ένας πολύ καλός τραγουδιστής, αλλά με μια ατσαλάκωτη ευγένεια, που εγώ – τουλάχιστον σε μένα – την ήθελα τσαλακωμένη» (1). Ίσως και να μην έχει τελείως άδικο ο Μικρούτσικος, εάν π.χ. αντιπαραβάλλουμε τις ερμηνείες του Θεοδόση με τη «βρώμικη» και πολύ πιο βιωματική κατάθεση του Βλάση Μπονάτσου στην πρώτη εκτέλεση του «Τις νύχτες που κυκλοφορώ» από την θεατρική παράσταση «Βίκτωρ & Βικτώρια». Αλλά ίσως και να έχει εν τέλει άδικο, διότι ο εύθραυστος Θεοδόσης κατέληξε να «κλειδώσει» με θαυμαστό τρόπο, ερμηνευτικά, με τη μελωδική και ποιητική ευαισθησία του έργου.
Παράπλευρη απώλεια της περιθωριοποίησης του δίσκου υπήρξε η αντίληψή μας για τον Άλκη Αλκαίο, ο οποίος έδωσε στίχους σε 11 τραγούδια (το «Άρλεκιν» υπογράφει ο Κώστας Τριπολίτης και το «Τις νύχτες που κυκλοφορώ» ο Γιώργος Παυριανός). Γιατί; Γιατί στον δίσκο αυτό κορυφώνεται, όπως θα υποστηρίξει το σύντομο αυτό σημείωμα, ο τρομακτικός, καθηλωτικός λυρισμός του Αλκαίου. Το «Όσο κρατάει ένας καφές» είναι, με άλλα λόγια, απαραίτητο εφόδιο για να κατανοήσουμε στην πλήρη της νοηματική και συναισθηματική έκταση την τέχνη του.
Δεν είναι ότι η κοινωνία δεν μπαίνει μέσα στο δίσκο. Η εμφανέστερη εκδήλωσή της βρίσκεται στο «Με το πλοίο του Φελίνι»: «Κανονικά χτυπάς την κάρτα στη δουλειά σου / μια μηχανή σε πρακτορεύει εφτά με τρεις» και «στάζουνε σούρουπο στα ντοκ οι ναυτεργάτες / συνωστισμός στα καφενεία κι ερημιά». Αλλά το κοινωνικό στοιχείο μπαίνει μοναχά από τις γρίλιες, από τις χαραμάδες, σ’ ένα δωμάτιο κυριαρχημένο από το απόλυτο ερωτικό συναίσθημα και την απώλεια.
Αφετηρία της προβληματικής του Αλκαίου στο «Όσο κρατάει ένας καφές» είναι ο ερωτευμένος άνθρωπος που ζητά και, σπανιότερα, απαιτεί μέσα σε μια σχέση λατρευτική, σχεδόν θρησκευτική. Όλο αυτό δημιουργεί μια αίσθηση κατάνυξης – ο δημιουργός ξεγυμνώνεται και μαζί του αναγκάζεσαι κι εσύ να μείνεις ολόγυμνος και μόνος. Αλλά περιέργως, παρόλο που στην ερωτική κατάσταση του Αλκαίου το υποκείμενο είναι ευάλωτο, εκπέμπει ταυτόχρονα μια δύναμη, μια ατρόμητη επιθυμία, ακριβώς γιατί θέλει να τροφοδοτηθεί από τον έρωτα και όχι να τον αποφύγει ή να προστατευθεί απ’ αυτόν. Τα έχει χάσει όλα, και την ίδια στιγμή τα ξαναδίνει όλα για να βιώσει εκ νέου αυτό το συναίσθημα. Υπό αυτή την έννοια, η κατάσταση του Αλκαίου είναι η εξάρτηση στην απόλυτή της μορφή· εξάρτηση από έρωτα.
Αξίζει να κάνουμε σύντομες στάσεις σε κάποια μεμονωμένα τραγούδια του δίσκου. Πρώτα και πάνω απ’ όλα, στέκει το «Μια παλιά φωτογραφία». Δύσκολα βρίσκει κάποιος τραγούδι που να συνοψίζει τόσο τέλεια τη γλυκύτητα και την πικρία του έρωτα μαζί, με τις δύο αυτές ιδιότητες ενωμένες και αξεχώριστες. Η φωτογραφία γίνεται μια δεύτερη παράλληλη σκηνή [«αγκαλιά στη θάλασσα»] πλάι στην τρέχουσα δράση, στο σκίσιμο της φωτογραφίας [«χθες την έκανα κομμάτια»], αλλά μην νομίσετε ότι το σκίσιμο σηματοδοτεί και κάποια τελεσίδικη απόφαση. «Όσες φορές μ’ έχεις φιλήσει / τόσες φορές σταυρώθηκα» – πολλές οι φορές της σταύρωσης, όχι μία, και άρα η αντίφαση μένει ζωντανή και άλυτη. Ο Αλκαίος αποχωρίζεται τη φωτογραφία αλλά μένει έρμαιο της ερωτικής αυτοκαταστροφής, δεν του είναι κάτι ευχάριστο αλλά επιστρέφει σ’ αυτό. Και αυτός είναι κι ο λόγος που τελικά αυτό που καταστρέφεται είναι το οπτικό ερέθισμα [«να μη βλέπουνε τα μάτια / πόσα χρόνια χάλασα»] και όχι το ίδιο το φορτίο.
Ενδεικτικό του ερωτικού αισθήματος του Αλκαίου είναι και το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου. Εδώ ο Αλκαίος βρίσκεται στην πιο απροστάτευτη, την πιο εκτεθειμένη και εύθραυστη εκδοχή του, και αυτό που γράφει είναι μια ατέλειωτη παράκληση σε δεύτερο ενικό και προστακτική: «μην μ’ αφήνεις μόνο», «μείνε ακόμα λίγο», «κράτησέ με αν θες». Κι όμως! Δεν είναι η προστακτική του εξυπνάκια εδώ, αυτού που είναι από πάνω και δίνει συμβουλές αλά γκουρού [χρειάζεται να πούμε πόσο πολύ μας έχει μπουκώσει με αυτή την προστακτική της αλαζονείας το τωρινό τραγούδι;] αλλά η προστακτική της παράκλησης, αυτού που θέλει και ζητάει και αφήνεται τσαλακώνοντας το είναι του. Και δεν φοβάται να πληγωθεί κι άλλο, να εκτεθεί κι άλλο, να τα παίξει όλα ή τίποτα για εκείνη τη γνωστή και τόσο παράλογη ελπίδα: «κι ύστερα πες μου ‘γεια’ και πως θα ’ρθεις ξανά».
Το τραγούδι «Χίμαιρα» αποκαλύπτει μια άλλη πτυχή του κατά Αλκαίον ερωτικού συναισθήματος. Εδώ ο στιχουργός τραβάει το πέπλο από τον έρωτα και μας τον δείχνει στην πραγματική του διάσταση: ουτοπικός, απωθημένος, άπιαστος, απόλυτος. Η κατάσταση του έρωτα εξισώνεται με την ψευδαίσθηση: «κάτι σαν μύθο ή κιβωτό / μια αυταπάτη για να ζω / απόψε χάρισέ μου». Ταυτόχρονα, για τον Αλκαίο το να νοιώσεις γίνεται συνώνυμο του να ζεις. Ο έρωτας, δηλαδή, αναδεικνύεται σε ζωτικό συναίσθημα – αλλιώς δεν θα έγραφε ο στιχουργός το συγκλονιστικό «να ’χει η ζωή μου η φευγάτη / κι αυτή να κυνηγάει κάτι / τ’ απομεσήμερα». Το κυνήγι του ερωτικού αντικειμένου γίνεται εδώ όρος επιβίωσης· ούτε καριέρα, ούτε οικιακές συσκευές και καινούργιο αμάξι, μοναχά έρωτας.
Τέταρτη και τελευταία στάση στον δίσκο είναι το «Εξπρές». Θέλει πολλή προσπάθεια για να βρεις περιγραφή του ερωτικού πάθους και της παραζάλης που να είναι αντάξια αυτής που παρατίθεται εδώ. «Μες στη ζωή μου μπήκες σαν κομήτης / και ο έρωτας σου μάχη αιματηρή / τα χείλη σου ήταν κόκκινο πανί / κι η αγκαλιά σου αρένα της Μαδρίτης». Τι γράφει επιτέλους ο άνθρωπος! Πόσο ακριβής η αποτύπωση της ερωτικής μέθης! Στο «Εξπρές» η κατάσταση μεταξύ του υποκειμένου και του αντικειμένου είναι πιο ισορροπημένη – υπάρχει τόσο το «εσύ» όσο και το «εγώ», τόσο ο πρώτος ενικός όσο και ο δεύτερος ενικός, χωρίς το ένα να υπερκαλύπτει το άλλο. Αυτή η σχετική ισορροπία επιτρέπει στο τραγούδι να αναδείξει την κατάσταση του έρωτα, τον πανικό του, και όχι τους συμμετέχοντες σε αυτή την κατάσταση και το τι μπορεί να θέλουν ή να παθαίνουν. Και εν τέλει ο στιχουργός μένει πιστός στον έρωτα και παρασύρεται ξανά απ’ αυτόν: «μια άλλη που σου μοιάζει μου γελά / και με καλεί σ’ ένα τρελό μεθύσι».
Γενικά, ο Αλκαίος εξυψώνει τόσο το αντικείμενο όσο και την εμπειρία του πόθου, τα θέτει πάνω από τον εαυτό του, και υποτάσσεται σ’ αυτά προσδίδοντάς τους μια ιερότητα. Υπάρχει κάτι το ευγενές σ’ αυτό, σε αντίθεση με ό,τι έχουμε σήμερα κατά νου όταν τραγουδάμε «μπάσταρδε πονάνε οι λέξεις», ξερνώντας τον εγωισμό μας σε πλήρη κλίμακα. Απέναντι σε αυτόν τον τωρινό χουλιγκανισμό έρχεται να αντιπαρατεθεί η μόνιμη υποχώρηση του ερωτευμένου, η τρωτή φύση αυτού που βρίσκεται στο έλεος του άλλου δίχως καμιά εγγύηση και όρο. Γιατί εν τέλει αυτό είναι το μήνυμα του Αλκαίου: ότι δεν χρειάζεται να περισώσουμε τον εγωισμό που μας πλήγωσε ο έρωτας, δεν χρειάζεται να ανησυχούμε μήπως χάσαμε τα κομμάτια μας, να είμαστε σε επιφυλακή, αλλά να κυλιστούμε ακόμα πιο βαθιά και ακόμα πιο καταστροφικά μέσα στη ερωτική δίνη, ξανά και ξανά. Στο μυθικό δίλημμα Ιθάκη ή Τροία, ασφάλεια ή εκστρατεία, προορισμός ή ταξίδι, η απάντηση του Αλκαίου είναι σαφής: Τροία και πάλι Τροία, και αέναη μάχη του έρωτα μέχρι τέλους. [«Μεσάνυχτα σ’ ένα μπαράκι / μου πες πως ψάχνεις την Ιθάκη / μα το πρωί στα πρακτορεία / γύρευες θέση για την Τροία»].
Κλείνοντας, ίσως ήρθε η ώρα ο κύριος Θάνος να αναθεωρήσει τον όποιο δισταγμό του ως προς τη συγκεκριμένη του δημιουργία. Και – γιατί όχι; – να τολμήσει ακόμα και μια ζωντανή επανεκτέλεση ή και επανέκδοση του έργου. Αν ο Καββαδίας του αξίζει τρεις νέες αναγνώσεις, το «Όσο κρατάει ένας καφές» αξίζει σίγουρα άλλη μία. Και υπάρχουν αρκετοί νέοι τραγουδιστές που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ερμηνευτικά μια τέτοια απόπειρα.
Σε κάθε περίπτωση, χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις, το «Όσο κρατάει ένας καφές» είναι ένα αριστούργημα μοναδικής δύναμης και ευαισθησίας. Και την ίδια στιγμή, ο δίσκος είναι ένα διαβατήριο που σε ταξιδεύει στον πυρήνα του ερωτικού πάθους και της υπαρξιακής αναζήτησης του Άλκη Αλκαίου. Υπ’ αυτή την έννοια, αποτελεί απαραίτητο εργαλείο – πλάι στην ιστορική και πολιτική πράξη ενός «Εμπάργκο», ας πούμε – για την κατανόηση και την απόλαυση της κληρονομιάς ενός τεράστιου στιχουργού.
του Ηρακλή Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)
(1) Παρατίθεται σε Τάσος Π. Καραντής, «Θάνος Μικρούτσικος, Διονύσης Θεοδόσης: Όσο κρατάει ένας καφές», e-orfeas.gr, 23 Μαρτίου 2011.