Καλοκαιρινή (μεγάλη) αλήθεια: Τον Αύγουστο που μου χρωστάς
Τον Δεκέμβρη του 1994, καταχείμωνο, κυκλοφόρησε ο δίσκος «Παρέα μ’ έναν ήλιο», ο οποίος ξεπέρασε τις 100.000 πωλήσεις.
Ερμηνευτής ήταν ο ανυπέρβλητος Δημήτρης Μητροπάνος,
Υπογραφή στους στίχους έβαλε ο πάντα εύστοχος στις ρίμες Φίλιππος Γράψας, ενώ τη μουσική σύνθεση είχε κάνει ο τεράστιος -έτσι, χωρίς εισαγωγικά- Μάριος Τόκας. Ένας δίσκος all star, με ένα tracklist που έπαιρνε μυαλά και γινόταν τραγούδια σε χείλη, σε μια εποχή εντελώς διαφορετική από τη σημερινή, σε ημέρες ευημερίας και οικονομικής άνεσης.
Ένα από τα τραγούδια εκείνου του δίσκου -όπου τόσα χρόνια μετά, στις βαθιές αυλακώσεις του μετράς και τα δικά σου χρόνια ζωής, τα οποία έγιναν ρυτίδες γύρω από τα μάτια- υπήρχε και το αξεπέραστο «Τον Αύγουστο που μου χρωστάς».
Μέσα σε πέντε λέξεις ένα αντρικό παράπονο, αυτό της ψυχής που είναι βαθιά αλλά πονάει για τον έρωτα που χάθηκε, όπως οι διακοπές, κουβαλώντας το συναίσθημα που έχεις όταν γυρίζεις στην πόλη σου από καλοκαιρινή άδεια και αυτή είναι άδεια, κενή – όπως και τα μέσα σου. Και το δάκρυ να κυλά στα μάτια σου όχι από λουζεριά, αλλά από στεναχώρια για το ανεκπλήρωτο.
«Τον Αύγουστο που μου χρωστάς, τον ξέχασες
σ’ απόσταση αναπνοής και μ’ έχασες
κι αυτό το καλοκαίρι χαραμίστηκε
φθινόπωρο κι η αγάπη μας βυθίστηκε».
Από εκείνο τον Αύγουστο, που δεν τον ξεχάσαμε, με τα συναισθηματικά χρέη που μας σύστησε ο Μητροπάνος, έχουν περάσει 26 συναπτά έτη, μια ζωή ολάκερη, κι από την οικονομική φούσκα που ζούσαμε μέσα της και τα σκυλιά που ήταν δεμένα με λουκάνικα φτάσαμε στα μνημόνια, στα χρέη, στις δόσεις, στις πληρωμές, στην κρίση του κορονοϊού.
Από τότε που φεύγαμε διακοπές με γεμάτες τις τσέπες και μπορούσαμε να διαχειριστούμε όπου θέλαμε την αισθηματική χλαπάτσα του μήνα που κάποια ή κάποιος μάς «χρωστούσε», φτάσαμε να ακούμε την ίδια ατάκα, «τον Αύγουστο που μου χρωστάς», ως απάντηση στην ερώτησή μας «τι θα θέλατε από εμένα;». Κι αυτή την απάντηση μπορεί να την ακούσεις, πια, από τον σπιτονοικοκύρη σου -που του χρωστάς την καταβολή του τρέχοντος ενοικίου- μέχρι από κάποιον υπάλληλο εισπρακτικής -που επίσης μπορεί να χρωστά κάπου- για κάποια χρωστούμενά σου.
Εκείνες τις εποχές της απόλυτης οικονομικής ξιπασιάς μπορούσες να πάρεις το αεροπλάνο και να προσγειωθείς στη Σαντορίνη για να πνίξεις τον «χρωστούμενο Αύγουστο» μέσα στην καλντέρα. Τώρα -που ο ήλιος έχει κάψει πολλά φιλμ στα καλοκαίρια της ζωής σου- ακούς «τον Αύγουστο που μου χρωστάς» και δεν είναι από βινύλιο ή cd, αλλά από το ακουστικό τού τηλεφώνου ή του θυροτηλεφώνου σου. Ο Αύγουστος, πια, έχει μετατραπεί ως ο μήνας που και διακοπές πολλές δεν μπορείς να πας για να ξεπλύνεις το μυαλό σου, αλλά και κάθεσαι να υπολογίσεις το πώς θα μπει ο Σεπτέμβριος, ποιες οικονομικές τρύπες πρέπει να κλείσεις για να μη σε βρει το φθινόπωρο στη φυλακή.
Τέλος πάντων, για να μη σας ζαλίζω με τα δικά μου, θέλω πάλι να επιστρέψει εκείνος ο Αύγουστος, εκείνης της εποχής που έβαλε λυγμό ο Μητροπάνος, ο οποίος έφυγε από αυτόν τον πλανήτη τον Απρίλη-ψεύτη του 2012. Θέλω να επιστρέψει ο τρίτος μήνας του καλοκαιριού που έγραφε μουσικάρες ο Τόκας, ο οποίος μας άφησε εδώ πίσω, εκείνον τον Απρίλιο του 2008. Θέλω πίσω το «κανονικό καλοκαίρι», εκείνο που έχει Αύγουστο σαν Κασταλία πηγή, εκείνο που βουτάς μέσα του ρετάλι και βγαίνεις μυημένος. Θέλω να επιστρέψει εκείνος ο Αύγουστος που έχει ξεγνοιασιά και όχι «μου χρωστάς», εκείνον τον μήνα κατά τον οποίο ο Κόρτο Μαλτέζε ανοίγει πανιά και φεύγει για άλλους τόπους, όχι εκείνον που ναυαγεί στα ρηχά νερά της ρηχής πραγματικότητας που έχει χρέη, πιστωτικές κάρτες και οφειλές. Όχι για την ασυδοσία της εποχής στα μισά της δεκαετίας του ’90, αλλά για την ελευθερία που σε κερνά σφηνάκι ο Αύγουστος.
«Τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι δεν το βρήκαμε
πιο νωρίς ήρθ’ ο Σεπτέμβρης και χαθήκαμε
πώς χωρίσαμε με τόση ευκολία
φθινόπωρο θα πει μελαγχολία».
Εκείνος ο δίσκος είχε κι άλλες τραγουδάρες, όπως το «Πάντα επιστρέφεις εδώ».
Και μπορεί από το 1994 να άλλαξαν οι ζωές μας, αλλά υπάρχουν, ευτυχώς, ακόμα κάποιες σταθερές αξίες μέσα μας: η φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου, για παράδειγμα, η οποία πάντα επιστρέφει στις ζωές μας – ως κληρονομιά ανεκτίμητη, τι να τα κάνεις τα λεφτά; Πάντα επιστρέφει εδώ, παρέα μ’ έναν ήλιο, για να βάλει πλάτη στα δύσκολα, να γίνει μια φωνή στις δικές μας σιωπές, ξεπληρώνοντας για λίγο τα «χρωστούμενα» στις καρδιές μας, ακριβοπληρώνοντας -τοις μετρητοίς- τα αισθήματά μας, στην πόλη που ερημώνει και τα μπετόν της πυρώνουν από τη ζέστη και την επιθυμία. Για μια άλλη ζωή…
Πηγή ethnos.gr Σπύρος Σεραφείμ